(στοιχεία από την 2η επαυξημένη - διοθωμένη έκδοση του βιβλίου "Μία... Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως". Σεπτέμβριος 2004)
Το πώς επεκράτησε παγκοσμίως ο Χριστιανισμός είναι βεβαίως γνωστό σε όλους, εκτός βεβαίως από εκείνους που επιμένουν να μην παίρνουν χαμπάρι και αρέσκονται πολύ να εξαπατούν εαυτούς (αυτό είναι το χειρότερο !) και αλλήλους για το ότι τάχα όλα τα έθνη φωτίσθηκαν με το εξ Ιουδαίας φώς, άνευ ενστάσεων και οπωσδήποτε αιφνιδίως, αμέσως τάχα όταν ο πρώτος προσηλυτιστής τους έκανε την μεγάλη τιμή να επισκεφθεί τις χώρες τους και να... «τους αλλάξει την πίστη». Φωτιά και σπαθί, άγρια βασανιστήρια, παλούκια και κρεμάλες υπήρξαν οι αγαθές μέθοδοι με τις οποίες εξαπλώθηκε η Θρησκεία της... «Αγάπης» στα πέρατα της γης (λεπτομέρειες ο ελευθερόφρων αναγνώστης μπορεί να βρει στο εξαντλημένο και υπό επανέκδοση σε απαυξημένη μορφή βιβλίο του γράφοντος «Μία... Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της Χριστιανικής Επικρατήσεως»). Αυτή η εξάπλωση αποδείχθηκε βεβαίως όχι μόνον άγρια αλλά και όλως αποτελεσματική, αφού πέτυχε τον στόχο του φορέως της, δηλαδή την καταστροφή της θαυμαστής, φυσικής πολυμορφίας της εθνόσφαιρας, κάνοντας όλους τους ανθρώπους που έπεσαν θύματά της, ίδιους και απαράλλακτους με όλους τους άλλους οι οποίοι βρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς και στην αρχική, την γεωγραφική πηγή της περιλαλήτου «Αγάπης», δηλαδή στην εκλεκτή του Θεού των μονοθεϊστών, Ιουδαία.
Η εδώ αφήγησή μας θα σταθεί στην έως ένα σημείο αποτελεσματική αντίσταση ενός εξαιρετικού έθνους απέναντι στην λαίλαπα αυτής ακριβώς της ομογενοποιήσεως όλων των ανθρώπων της γης. Θα σταθεί στην επί αιώνες άγνωστη σε εμάς αντίσταση των Ιαπώνων απέναντι στον εκχριστιανισμό και το τραγικό τέλος των τελευταίων υπερασπιστών των εθνικών τους παραδόσεων, πλην όμως όχι ασκόπως, αφού με το αίμα τους εκείνοι οι εξαιρετικοί άνθρωποι εξασφάλισαν την ακόμη και σήμερα ιδιαιτερότητα του έθνους τους, ενός έθνους που κατά πλειοψηφία τουλάχιστον εξακολουθεί να τιμά τους Θεούς και τους προγόνους του, αποτελώντας ένα παράδειγμα ελευθεροπρέπειας και αξιοπρέπειας για τους λοιπούς πολλαπλώς ηττημένους, του αγρίου αυτού πολέμου κατά των πολιτισμών και Θρησκειών των εθνών της γής.
Η αφήγησή μας θα ξεκινήσει κάπου στην δεκαετία 1550 – 1560 της χριστιανικής χρονολογήσεως, όταν ήδη ο Χριστιανισμός είχε αρχίσει να καταστρέφει αρκετά πανάρχαια ασιατικά έθνη. Το Ινδικό βασίλειο της Γκόα (Goa) λ.χ. ελεγχόταν ήδη πλήρως από τους χριστιανούς, παρά το ότι η πλειοψηφία των τελευταίων ανήκε στην κατώτερη τάξη και ο Ινδουϊσμός είχε ήδη τεθεί εκτός νόμου με βασιλικό διάταγμα το οποίο επιπροσθέτως απαιτούσε την καταστροφή όλων των «ειδώλων». Με το ίδιο διάταγμα οργανωνόταν ο εξευτελισμός των ιερέων Βραχμάνων, που υποχρεώνονταν πλέον να παρακολουθούν τις κατηχήσεις των Ιησουϊτών προσηλυτιστών, ενώ οι βαπτίσεις των «ειδωλολατρών» γίνονταν δημοσίως με πανηγυρισμούς για την… «ήττα των δαιμόνων» (…) Όπως είχε γίνει στην Ευρώπη παλαιότερα, στην Βομβάη κατεδαφίσθηκαν τα Εθνικά Ιερά και με τα υλικά τους ανεγέρθησαν εκκλησίες και παντού οι ιερείς λυντσάρονταν από τους χριστιανούς και σπάζονταν τα αγάλματα. Οι βασιλείς του Κόττε (Kotte), του Κάντυ (Kandy) και του Τρινκομαλή (Trincomalee) της Κεϋλάνης, υπό τις υποσχέσεις των Πορτογάλων για στρατιωτική υποστήριξή τους, βαπτίσθηκαν χριστιανοί και διέταξαν τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό όλων των υπηκόων τους.
Το έτος 1551, προσηλυτίσθηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον δραστήριο Ιησουϊτη προσηλυτιστή Φραγκίσκο Ξαβέριο, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο (Yajiro, Anjiro). Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα (Kagoshima) της Ιαπωνίας.
Σε λίγο, γύρω στα 1558 – 1570, και παρά το ότι στην Ιαπωνία έχει ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι προσηλυτιστές διείσδυσαν δυναμικά στην χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου άρχοντος (daimyo) Όντα Νομπουνάγκα (Oda Nobunaga, από το 1568 υποστηρικτή του Yoshiaki, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή Αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ashikaga) να εξουδετερώσει την μεγάλη ισχύ των πολεμιστών Βουδιστών μοναχών στα τότε πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα προσηλυτιστικά κέντρα τους στο Γιαμαγκούτσι (Yamaguchi), το Χιράντο (Hirado) και το Μπούργκο (Bungo), οι Ιησουϊτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων, γύρω δε στο 1562, πέτυχαν την βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Κιότο (Kyoto), πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ashikaga.
Το έτος 1563, οι Ιησουϊτες προσηλυτιστές βάπτισαν τον διοικητή τής Ομούρα (Omura), Ομούρα Σουμιτάδα (Omura Sumitada), ο οποίος τους παραχώρησε την διαχείριση του λιμένος του Ναγκασάκι (Nagasaki) και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσεως μέσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Ιησουϊτης αρχιπροσηλυτιστής Louis Frois εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Οι Ιάπωνες δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί το τι ακριβώς εκπροσωπούσαν οι προσηλυτιστές. Δύο μόλις χρόνια πριν, οι χριστιανοί είχαν γενικεύσει το παγκόσμιο «εν ονόματι του Χριστού» αφρικανικό δουλεμπόριο, με είσοδο των Ολλανδών, των Σουηδών, των Δανών και των Γάλλων στην «επιχείρηση» που έως τότε μονοπωλούσαν οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και λιγότερο, οι Γερμανοί. Οι δυστυχείς σκλάβοι, συχνά ρίχνονταν μαζικά στην θάλασσα αν υπήρχε πρόβλημα τροφής κατά την διάρκεια του ταξιδιού τών δουλεμπορικών, ενώ στον τόπο αφίξεως μαρκάρονταν στα στήθη με πυρακτωμένο σίδερο και δέχονταν κατηχήσεις από ιεροκήρυκες για να… «ασπασθούν» τις «αλήθειες» του Χριστιανισμού. Την ίδια εποχή, οι Ιησουϊτες προσηλυτιστές, υπό την κάλυψη στρατιωτικών μονάδων, είχαν επιτεθεί κατά των Ινδουϊστών της νήσου Σάλσετ (Salsette) κοντά στην Βομβάη, όπου η Εθνική Θρησκεία εξακολουθούσε να αντιστέκεται, κατέσφαξαν τους ιερείς, κατεδάφισαν Εθνικά Ιερά αλλά και πολλά μωαμεθανικά τεμένη και βάπτισαν υποχρεωτικώς όλα τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Το 1583, ο Χριστιανισμός είχε ήδη κάνει προσηλυτιστικές νίκες στην Ιαπωνία. Ο ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανεψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Τογιοτόμι Χιντεγιοσί (Toyotomi Hideyoshi), όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, είχαν βαπτισθεί χριστιανοί, ενώ ο τοπικός διοικητής της Αρίμα (Arima) όχι απλώς ασπάσθηκε την ξένη Θρησκεία αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, εν συνόλω 3.000 άτομα. Ωστόσο, την ίδια εποχή, με την κατ’ έθιμον υποστήριξη του ανυποψίαστου ακόμη Χιντεγιοσί, εντάθηκε η συσπείρωση της πλειοψηφίας των Ιαπώνων γύρω από την Εθνική - Παραδοσιακή Θρησκεία του Σίντο (Shinto, Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και τον Βουδισμό Ζεν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ωστόσο, το 1587, εξαιτίας των υποσκαπτικών δραστηριοτήτων των Ιησουϊτών προσηλυτιστών, καθώς και πληροφοριών για την καταστροφή των πολιτισμών που είχαν προκαλέσει σε άλλες χώρες, ο κυβερνήτης Χιντεγιοσί εξέδωσε ένα έδικτο κατά της «ξένης Θρησκείας», στο οποίο η Ιαπωνία ορίσθηκε ως χώρα αγαπητή στους Θεούς («γινκόκου»), που δεν μπορούσε ν’ ανέχεται την μισαλλοδοξία εκείνων που καθύβριζαν την Εθνική Θρησκεία των Ιαπώνων ως τάχα «ειδωλολατρική». Οι προσηλυτιστές διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα εντός 20 ημερών και απαγορεύθηκε η άφιξη νέων Πορτογάλων εμπόρων. Ωστόσο, ο Ιάπωνας κυβερνήτης, μη υποψιαζόμενος την πανουργία των προσηλυτιστών δεν επέμενε πολύ στην αυστηρή εφαρμογή του εδίκτου, παραχωρώντας συνεχείς παρατάσεις στον χρόνο που όφειλαν οι προσηλυτιστές να εγκαταλείψουν την χώρα, πράγμα που στην ουσία δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί, αλλ’ αντιθέτως, η Ιαπωνία λίαν συντόμως δέχθηκε νέο κύμα προσηλυτιστών, αυτή την φορά Δομινικανών και Φραντσισκανών.
Για μία περίπου δεκαετία, αργούντος του εδίκτου του Χιντεγιοσί, οι προσηλυτιστές θα δρουν στην «γινκόκου» Ιαπωνία υπό καθεστώς πλήρους ασυδοσίας. Εκείνη ακριβώς την εποχή άλλωστε οι χριστιανοί αλώνουν και την Κίνα και εντείνουν το αφρικανικό δουλεμπόριο. Ενώ οι Πορτογάλοι καταλύουν με την βία των όπλων το βασίλειο της Jaffna και αρχίζουν συστηματική καταστροφή των ινδουϊστικών ιερών και μωαμεθανικών τεμενών, καθώς και κατασχέσεις της περιουσίας τους την οποία ακολούθως αποδίδουν στους Φραντσισκανούς προσηλυτιστές, καθώς επίσης και κατασφαγή όλων των ιερέων και μαζικές βαπτίσεις του πληθυσμού (ολόκληρα χωριά βαπτίζονται μέσα σε λίγες μόνον ώρες κάτω από τα όπλα των στρατιωτών), στην Καντόνα της Κίνας, ο μορφωμένος προσηλυτιστής Ρίτσι (Ricci), προσπαθεί να πετύχει εισοδιασμό στην κινεζική κοινωνία. Οι Ιησουϊτες συνεργάτες του παρουσιάζονται στους εκεί αξιωματούχους ως εξωτικοί μαθηματικοί και αστρονόμοι και κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, ο δε Ρίτσι περιφέρεται αρχικά ντυμένος ως Βουδιστής μοναχός και, εν συνεχεία, όταν συνειδητοποιεί ότι οι μοναχοί του Βουδισμού δεν θεωρούνται ως κάτι το εξαιρετικό, ως Κομφουκιανός διδάσκαλος. Για να εξαπατήσει τους Κινέζους χρησιμοποιεί τους αρχαίους κινεζικούς όρους «Σανγκ Τι» και «Τιέν» για να περιγράψει τον χριστιανό Θεό Ιαχωβά και παρουσιάζεται ως τάχα ανεκτικός προς τις τελετές υπέρ των προγόνων και υπέρ του Κομφουκίου, ελπίζοντας να εξασφαλίσει τουλάχιστον έναν ικανό αριθμό «διπλοπίστων». Στην Ευρώπη, ο ναύαρχος Σερ Τζών Χώκινς (Sir John Hawkins), μπάζει και τους Άγγλους επισήμως στο διεθνές δουλεμπόριο, με οργανωμένο στόλο 8 δουλεμπορικών και εισάγει επίσης μετοχές των δουλεμπορικών στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, η δε βασίλισσα Ελισάβετ η Α (Elizabeth) του χαρίζει το πλοίο… «Ιησούς», ενώ στην Ολλανδία κατάσχονται τα έργα του καθηγητού Κορνηλίου Λούς (Cornelius Loos, 1546-1595), που είχε αμφοσβητήσει την ύπαρξη «μαγισσών» και «συμβολαίων» ή «σεξουαλικών επαφών» μεταξύ ανθρωπίνων πλασμάτων και... Διαβόλου, και είχε αποκαλέσει «τυράννους» τους θεοκράτες και πλαστό τον «Βίο του Αγίου Ιλαρίωνος». Ο ίδιος, θα φυλακισθεί με αυτοκρατορικό διάταγμα έως ότου ζητήσει γονατιστός συγγνώμη από τις εκκλησιαστικές αρχές. Ο συνάδελφός του καθηγητής Dietrich Flade, αρχιδικαστής, θεωρείται ύποπτος για τις ελαφρές ποινές που επιβάλει σε γυναίκες κατηγορούμενες ως «μάγισσες», συλλαμβάνεται από τις εκκλησιαστικές αρχές με την κατηγορία ότι έχει... «πουλήσει την ψυχή του στον Σατανά», υποβάλλεται σε βασανιστήρια και αφού «ομολογεί» όλα όσα ήθελαν οι ιεροεξεταστές, στραγγαλίζεται και το σώμα του καίγεται σε πυρά. Στο Ρόττενμπουργκ (Rottenburg) της Γερμανίας μόνο στη διάρκεια ενός έτους αναφέρονται 150 θανατώσεις γυναικών με την κατηγορία της «μαγείας».
Η σε κάποια στιγμή καλή πληροφόρηση του Χιντεγιοσί για το τι ακριβώς είναι και πώς δρα ο Χριστιανισμός, σηματοδότησε το τέλος της προσηλυτιστικής ασυδοσίας το έτος 1596. Ο Χιντεγιοσί, που από το 1590 είχε ενώσει υπ’ αυτόν όλη την Ιαπωνία, διέταξε τώρα την αυστηρή εφαρμογή του εδίκτου του 1587. Είκοσι έξι πρωτεργάτες του χριστιανικού προσηλυτισμού συνελήφθησαν, καταδικάσθηκαν εις θάνατον και σταυρώθηκαν σε δημόσια θέα στο Ναγκασάκι, ενώ διατάχθηκε επίσης η άμεση αναχώρηση όλων των προσηλυτιστών και το γκρέμισμα των εκκλησιών και απαγορεύθηκε στους κρατικούς αξιωματούχους να ασπάζονται την «ξένη Θρησκεία».
Ο Χιντεγιοσί πέθανε ωστόσο τον Σεπτέμβριο του έτους 1598, και για την διαδοχή του ακολούθησε μία μικρή περίοδος αναρχίας, στην διάρκεια της οποίας η αντίσταση στον εκχριστιανισμό σταματά εντελώς και οι προσηλυτιστές βρήκαν ευκαιρία και αναπτύσσουν ξανά έντονη διαβρωτική και προσηλυτιστική δράση, προσπαθώντας να επαναλάβουν και στην Ιαπωνία τις επιτυχίες τους στην υπόλοιπη Ασία και την Αφρική. Εκείνη ακριβώς την εποχή, η «Ιερά Εξέταση» στην θανατώνει στην Ινδία περισσότερα από 5.000 άτομα, ενώ στην Άπω Ανατολή καίγονται αμέτρητα Ιερά και δολοφονούνται συστηματικά οι ιερείς των εθνικών θρησκειών. Ισπανοί, Πορτογάλοι, Εβραίοι και Άραβες δουλέμποροι σκλαβώνουν ολόκληρες φυλές της Αφρικής και τις πωλούν στους χριστιανούς αποίκους της Β. Αμερικής: οι συνθήκες διαβιώσεως και μεταφοράς των σκλάβων ήσαν τόσο φρικτές, που από τα 11 εκατομμύρια μαύρων σκλάβων που υπολογίζεται τελικά, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, ότι αιχμαλώτισαν οι δουλέμποροι (ενώ ο καθηγητής W. E. B. Dupois υπολογίζει σε πάνω από 100 εκατομμύρια αυτούς που είτε κατεσφάγησαν, είτε έγιναν δούλοι), μόνο το 10%, δηλαδή 1,1 μόλις εκατομμύριο, έφθασε τελικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήταν η φρικτή εποχή που ο βασιλεύς της Αγγλίας Τζαίημς, νομοθετούσε (το έτος 1603) τον βασανισμό και την θανάτωση όλων των «αιρετικών και μάγων» της χώρας του.
Στην Ιαπωνία πάντως, στον ανηλεή αγώνα για το ποιος θα κυβερνούσε εφεξής την χώρα, επεκράτησε εν τέλει ως Σογκούν με πρωτεύουσά του το Έντο ή Γιέντο (Edo, Yedo), ο Τοκουγιάβα Αϊγεγιάσου (Tokugawa Iyeyasu), του οποίου το γένος (Τοκουγιάβα), θα κυβερνήσει την «Ηλιακή Αυτοκρατορία» έως το έτος 1867 με την βοήθεια του παραδοσιακού ηθικού κώδικος τιμής και συμπεριφοράς του Μπουσίντο (Bushido, «Ο Τρόπος του Πολεμιστή») και των πολεμιστών Σαμουράϊ (Samurai). Στα πρώτα έτη της βασιλείας του, ο Αϊγεγιάσου, που κήρυξε απόγονο των Θεών τον Μικάδο (Αυτοκράτορα), αθέατο έκτοτε στο ανάκτορά του στο Κιότο, έδειξε αφελώς όχι απλώς ανοχή αλλά και εύνοια προς τους εκατοντάδες Ιησουϊτες προσηλυτιστές, με αποτέλεσμα εντός ολίγων ετών δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες να παρασυρθούν σε εκχριστιανισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1600, πολύ συχνά με οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον Σογκούν, κτίσθηκαν εκατοντάδες εκκλησίες, ακόμη και στην πρωτεύουσα Έντο (που από το 1868 και εντεύθεν λέγεται Τόκυο), και ιδρύθηκαν δεκάδες «ιεραποστολές» όχι μόνον από τους Ιησουϊτες αλλά και από Αυγουστινιανούς, Φραντσισκανούς και Δομινικανούς, στο δε Ναγκασάκι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν πλέον βαπτισμένοι χριστιανοί. Χριστιανικά βιβλία άρχισαν πλέον να εκδίδονται στην Ιαπωνική, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά χριστιανικά σχολεία με σκοπό να κτυπήσουν καίρια την βουδιστική παιδεία, καθώς και ειδικά κέντρα εκπαιδεύσεως Ιαπώνων προσηλυτιστών στην Μανίλα των Φιλιππίνων. Εντός μόνον δύο ετών, από το 1603 έως το 1605, οι χριστιανοί της Ιαπωνίας θα υπερτετραπλασιασθούν.
Το 1612, έχοντας ήδη επαρκή αριθμό πιστών για κάτι τέτοιο, οι χριστιανοί προσπάθησαν ν’ ανατρέψουν τον Αϊγεγιάσου και να κάνουν κατά την προσφιλή τους μέθοδο ανοικτές επιθέσεις κατά των εθνικών παραδόσεων της χώρας. Ο Αϊγεγιάσου όμως, καταλαβαίνοντας εγκαίρως το σφάλμα της ανοχής προς ανθρώπους που κατ’ ουσίαν απέβλεπαν όχι μόνον στην φυσική εξόντωση του ιδίου, αλλά κυρίως στην καταστροφή του Ιαπωνικού πολιτισμού, αρχίζει εσπευσμένο διωγμό εναντίον τους, τον μοναδικό παγκοσμίως που μπόρεσε να οργανωθεί εκείνη την δύσκολη εποχή της άγριας χριστιανικής επεκτατικότητος από αμυνόμενο έθνος. Οι προσηλυτιστές συνελήφθησαν και απελάθηκαν, απαγορεύθηκε το εμπόριο με Ρωμαιοκαθολικές χριστιανικές χώρες, κατεδαφίσθηκαν όλες οι εκκλησίες και η ιδιότητα του χριστιανού εξισώθηκε τώρα με εσχάτη προδοσία. Δεκάδες χιλιάδες βαπτισμένοι Ιάπωνες εγκατέλειψαν την χώρα αναζητώντας καταφύγιο στην Ινδοκίνα και τις Φιλιππίνες, ενώ όλοι οι κάτοικοι της χώρας όφειλαν εφεξής να έχουν κάποιο χαρτί που να πιστοποιεί ότι θρησκεύονται σε μη χριστιανική Θρησκεία.
Μέσα σε δύο μόνον έτη, για να γλιτώσουν την θανατική καταδίκη, οι εναπομείναντες βαπτισμένοι Ιάπωνες αποστάτησαν μαζικώς, όπως ακριβώς είχαν βαπτισθεί, συνήθως κατ’ απαίτηση κάποιων χριστιανών αρχόντων τους. Μόνον 250 περίπου φανατικοί επέλεξαν το αγαπημένο στους χριστιανούς «μαρτύριο» που θα τους εξασφάλιζε την υποτιθέμενη «αιώνια ζωή», ενώ άλλοι αμετανόητοι χριστιανοί οργανώθηκαν από τους προσηλυτιστές σε παράνομες οργανώσεις. Ένας εκ των Ιησουϊτών ωστόσο, επ’ ονόματι Φερρέϊρα (Ferreira), όχι απλώς αποστάτησε, αλλά επιπροσθέτως άρχισε να πρωτοστατεί στον διωγμό των πρώην ομοθρήσκων του και συνέγραψε ολόκληρη σειρά βιβλίων, στα οποία κατέρριπτε τους μύθους και τις ψευδολογίες του Χριστιανισμού και απεκάλυπτε τους σκοτεινούς πραγματικούς σκοπούς του που είναι η καταστροφή της ποικιλίας των Εθνών και η στυγνή παγκόσμια κυριαρχία.
Ο Αϊγεγιάσου έχει σώσει το έθνος του, αν και την ίδια σθεναρή αντίσταση κατά του εκχριστιανισμού θ’ απαιτηθεί να προβάλουν επί πολλές ακόμη δεκαετίες οι επόμενοι Σογκούν των Τοκουγιάβα, κυρίως εξαιτίας της δράσεως των μυστικών οργανώσεων κατά της ιαπωνικής κοινωνίας. Σε ένα έδικτο που εξέδωσε το έτος αυτό, καταγγέλλει ευθέως τους χριστιανούς ως αθλίους ανθρώπους «…που έφθασαν στην Ιαπωνία… αποφασισμένοι να επιβάλουν σταδιακά μία απάνθρωπη εξουσία και να καταστρέψουν τις υγιείς αντιλήψεις των ανθρώπων, ώστε να έχουν την δυνατότητα ν’ ανατρέψουν την νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, να την καταλάβουν και να υποδουλώσουν τους κατοίκους της. Αποτελούν έναν ολέθριο σπόρο που πρέπει με κάθε τρόπο να τσακισθεί».
Μετά από την Ιαπωνία, τα σκοτεινά σχέδια των Ιησουϊτών έγιναν αντιληπτά και στην Κίνα. Εγκατεστημένος στο Πεκίνο, ο διάδοχος του Ρίτσι προσηλυτιστής Γιόχαν Αδάμ Σαλ φον Μπελ (Johann Adam Schall von Bel), χρηματοδοτημένος αφειδώς από τον Δούκα της Βαυαρίας, συνεργάσθηκε με εντόπια αντικαθεστωτικά στοιχεία αλλά και χριστιανούς του Μακάο για την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ που δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να προδώσουν την Εθνική τους Παράδοση και Θρησκεία. Με έδικτο του έτους αυτού, απαγορεύθηκε εφεξής σε Κινέζους να βαπτίζονται χριστιανοί και απελάθηκαν στο Μακάο όλοι οι προσηλυτιστές.
Το έτος 1617, ο διάδοχος του Αϊγεγιάσου Σογκούν Χιντετάντα (Hidetada), εξάρθρωσε μία προς μία τις μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, των οποίων οι αρχηγοί, ξένοι προσηλυτιστές ή Ιάπωνες, αποκεφαλίσθηκαν, κάηκαν στην πυρά ή σταυρώθηκαν, ενώ τα απλά μέλη φυλακίζονταν έως να δηλώσουν την πλήρη συμμόρφωσή τους με την νομιμότητα, πράγμα που συνήθως έκαμαν εντός λίγων μόνον ημερών, ενώ το 1619 εκτελέσθηκαν στις πόλεις Φουσίμι (Fushimi) και Κιότο (Kyoto), 60 περίπου προσηλυτιστές και οπαδοί τους. Την ίδια ακριβώς εποχή, στον ήδη φωτισμένο από το εξ Ιουδαίας φως κόσμο κυριαρχεί η θεοκρατική φρίκη. Στην Τουλούζη της Γαλλίας, θανατώθηκε το 1619 στην πυρά, αφού πρώτα του έκοψαν την γλώσσα, ο Ιταλός ελευθερόφρων Λουκίλο Βανίνι (Lucilio Vanini), με την κατηγορία ότι διέδιδε την αθεϊα στο βιβλίο του «Περί Των Θαυμασίων Μυστηρίων Της Φύσεως» («De Admirandis Naturae Arcanis»), ενώ στην Νέα Αγγλία, μία ακόμη επιδημία ευλογιάς που έφεραν οι χριστιανοί λευκοί, έφερε τον θάνατο στο 60 % των επιζησάντων από προηγούμενες επιδημίες Ινδιάνων και οι ευσεβείς χριστιανοί του Πατουξέτ (Patuxet), που μετονομάσθηκε από αυτούς σε Πλύμουθ (Plymouth), ευχαριστούσαν στις εκκλησίες τους τον Θεό τους που… καθάρισε πλήρως τον τόπο από τους «ειδωλολάτρες» και έδωσε εύφορα εδάφη στον «εκλεκτό του λαό» !
Στις ασιατικές ήττες του, ο Χριστιανισμός απάντησε με ένταση της προσηλυτιστικής δράσεώς του. Το έτος 1622, ο Πάπας ίδρυσε την λεγόμενη «Προπαγάνδα» ή άλλως «Ιερά Σύναξη για την Διάδοση της Πίστεως» («Sacra Congregatio de Propaganda Fide»), έναν άρτιο μηχανισμό εκπαιδεύσεως αρχιπροσηλυτιστών ικανών να πείθουν, να παραπλανούν ή να φοβίζουν τους απλούς Εθνικούς ώστε να τους αποσπούν εύκολα από τις πατρώες Θρησκείες τους. Στην Κίνα ωστόσο, νέο έδικτο κατά του Χριστιανισμού, επέβαλε την απέλαση όλων των ξένων προσηλυτιστών που έχουν εισέλθει ξανά στην χώρα μετά τα χαλαρά εναντίον τους μέτρα του 1616 και ήδη οι αποστάτες από την Εθνική Θρησκεία έχουν φθάσει τους 13.000 ανθρώπους σε 7 εν συνόλω επαρχίες της Κίνας, ενώ στην Ιαπωνία, καίγονται στην πυρά οι προσηλυτιστές Σνίγκα (Sniga) και Φλόρες (Flores) που επεχείρησαν να εισέλθουν στην χώρα μεταμφιεσμένοι ως έμποροι και αποκεφαλίσθηκε επίσης το 12μελές πλήρωμα του πλοίου που τους μετέφερε, ενώ ο Σογκούν Χιντετάντα διέταξε την εκτέλεση 50 περίπου φυλακισμένων χριστιανών στο Ναγκασάκι και την Σουζούτα (Suzuta).
Το επόμενο έτος, ο Σογκούν Ιγιεμίτσου (Iyemitsu, Iemitsu), διάδοχος του Χιντετάντα, εξάρθρωσε πολλούς παράνομους μηχανισμούς των χριστιανών, και οι Ιησουϊτες προσηλυτιστές Αντζέλις (Angelis) και Μόντο Χάρα (Mondo Hara) θανατώθηκαν μαζί με είκοσι περίπου οπαδούς τους. Δέκα έτη αργότερα, το 1633, ο Ιγιεμίτσου εξέδωσε έδικτο με το οποίο απαγόρευσε τα ταξίδια των Ιαπώνων στο εξωτερικό, όπως και την ανάγνωση ξένων βιβλίων, για ν’ αποφύγει την «μόλυνση» του έθνους του από τα «καταστροφικά χριστιανικά ήθη».
Το έτος 1637, κατά το οποίο σε μία ακόμη «Αγία Σταυροφορία» των χριστιανών Αμερικανών, οι ένοπλοι του Τζών Μέησον (John Mason) επετέθησαν στον καταυλισμό των Ινδιάνων Πεκώ (Pequot), τον πυρπόλησαν και κατέσφαξαν 700 περίπου αμάχους, εξαφανίζοντας έκτοτε την φυλή, στην Ιαπωνία, με πρόσχημα την βαριά φορολογία του τοπικού κυβερνήτη της Αρίμα (Arima), που από το 1583 αποτελούσε κέντρο της χριστιανικής δράσεως, οι μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, εδώ φορώντας ευκαιριακά το προσωπείο της ανταρσίας, κατόρθωσαν να εξεγείρουν σε μία προσπάθεια αντιπερισπασμού τον πληθυσμό της περιοχής. Χιλιάδες χριστιανοί που οι προσηλυτιστές έχουν φροντίσει να «συγχωρέσουν» για το υποτίθεται «θανάσιμο αμάρτημα» της αποστασίας, παρασύρθηκαν σε μία μεγάλη ανταρσία με απίστευτες ωμότητες και μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και μνημεία, η οποία έμεινε στην Ιστορία ως «Επανάσταση Σιμαμπάρα» (Shimabara).
Αυτή η υπό το λάβαρο του «Αγίου Δισκοπότηρου» επανάσταση κατεστάλη το αμέσως επόμενο έτος και οι τελευταίοι οπαδοί της κλείσθηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο κάστρο, όπου εξοντώθηκαν μέχρις ενός μετά από πολιορκία ενός περίπου μηνός. Οι διαπραχθείσες από τους επαναστάτες ωμότητες, προκάλεσαν νέους διωγμούς σε όλη την Ιαπωνία κατά των «εχθρών του ανθρώπινου πολιτισμού», ενώ ιδρύθηκαν ειδικά αστυνομικά σώματα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών των προσηλυτιστών. Από το έτος αυτό άρχισε το λεγόμενο «Σακόκου» (sakoku), η απομόνωση δηλαδή της Ιαπωνίας από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς απαγορεύθηκε επί ποινή θανάτου πλέον στους Ιάπωνες να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες, καθώς επίσης και το εμπόριο όχι μόνον με τους Ευρωπαίους αλλά και τις χριστιανικές Φιλιππίνες που θεωρούνται πηγή πολιτισμικής μολύνσεως. Ο Σογκούν Ιγιεμίτσου παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις δίκες των ανατρεπτικών, ενώ όλοι οι ύποπτοι υποχρεώνονταν να τσαλαπατήσουν εικόνες, σταυρούς και ομοιώματα του Εσταυρωμένου (το λεγόμενο «φουμιέ», «fumie») για ν’ αποδειχθεί η αθωότητά τους, είναι γνωστό δε ότι ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνος οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, της πόλεως που είχε φιλοξενήσει το αρχηγείο των προσηλυτιστών, μία φορά τον χρόνο θ’ αποδεικνύουν με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με το «φουμιέ», το ότι δεν έχουν μολυνθεί από την «καταστροφική ξένη Θρησκεία». Δεν είναι διόλου τυχαία άλλωστε η επιλογή των Αμερικανών να ρίξουν τον Αύγουστο του 1945 την μία από τις δύο ατομικές βόμβες τους στην συγκεκριμένη πόλη. Το ότι οι «νικητές» υποχρέωσαν άλλωστε τον αυτοκράτορα Χιροχίτο (Hirohito, 1926-1989) να απαρνηθεί την «ηλιακή καταγωγή» του και το ιαπωνικό έθνος να γκρεμίσει τον 1.700 ετών Εθνικό του Βωμό του Ίζε (Ise), δείχνουν ότι υπήρχε σαφής θρησκευτική προέκταση στα γεγονότα αυτά.
Το 1639, ο Χριστιανισμός έχει πλέον ξεριζωθεί εντελώς και διατάχθηκε από τον Σογκούν Ιγιεμίτσου, στα πλαίσια του «Σακόκου», η άμεση καταστροφή όλων των ξένων πλοίων που εισέρχονταν στα χωρικά ύδατα (εκτός μόνον των Ολλανδικών επειδή εκτιμάτο ότι οι Ολλανδοί ήσαν μάλλον αδιάφοροι για προσηλυτισμούς), και η εξόντωση όλων ανεξαιρέτως των επιβατών που θεωρούντο φορείς της «καταστροφικής ξένης Θρησκείας». Τα λίγα Ολλανδικά πλοία που γίνονταν δεκτά οδηγούντο σε ένα μόνον λιμάνι, το Ναγκασάκι, και τα πληρώματά τους παρακολουθούντο εκ του σύνεγγυς, ενώ ο,τιδήποτε θύμιζε Χριστιανισμό κλειδωνόταν σε κιβώτια και αποδιδόταν μόνον κατά την αναχώρηση του πλοίου. Το πρώτο Πορτογαλικό πλοίο που προσπάθησε το 1640 να εισδύσει στην Ιαπωνία, αιχμαλωτίσθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ εξοντώθηκε όλο το πλήρωμα και οι επιβάτες του. Η τελευταία γνωστή «αποστολή αυτοκτονίας» των προσηλυτιστών σημειώνεται ιστορικά το έτος 1642, όταν Ιησουϊτες προσηλυτιστές από το Μακάο (Macao) που εισήλθαν κρυφά στην χώρα, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν και εν συνεχεία θανατώθηκαν δημοσίως για παραδειγματισμό.
Το «Σακόκου» άντεξε σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνος και του πρώτου ημίσεως του 19ου. Δύο απόπειρες των χριστιανών να πλεύσουν στο Ναγκασάκι, η πρώτη το έτος 1797 και η δεύτερη το έτος 1799, απέτυχαν οικτρά, ενώ το 1837 βομβαρδίσθηκε το αμερικανικό πλοίο «Μόρρισον» που επιχείρησε να αποβιβάσει εμπόρους και πολλούς προσηλυτιστές. Στις 2 Ιουλίου του 1853 ωστόσο, ο αλαζών αμερικανός ναύαρχος Μάθιου Πέρρυ (Matthew Perry) με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία και 61 κανόνια, θα φθάσει κατευθείαν στην Uraga της Ιαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Έντο, και θα επιδώσει στον 13ο Σογκούν Ιεσάντα (Iesada) την απαίτηση του χριστιανικού κόσμου ν’ ανοίξει η χώρα όλα τα λιμάνια της. Οι Ιάπωνες αποδέχθηκαν δύο από τους όρους που έθεσε ο Πέρρυ, ν’ ανοίξουν δηλαδή δύο λιμάνια τους για τα αμερικανικά μόνον πλοία και να παρέχουν βοήθεια σε αμερικανικά ναυάγια.
Λίγο αργότερα, το έτος 1858, οι ξένοι χριστιανοί πιέζοντας τους επίτροπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Ιεμόχι (Iemochi), πέτυχαν την κατάργηση του ετησίου «φουμιέ» του Ναγκασάκι και την ελεύθερη δράση των προσηλυτιστών. Λίγα έτη αργότερα, όταν οι Αμερικανοί χριστιανοί κατέσφαζαν τους Ινδιάνους Απάτσι, Νάβαχο και Σιού υπό τα κυνικά λόγια του στρατηγού Σέλμαν («όσο περισσότερους σκοτώσουμε εφέτος, τόσο λιγώτερους θα έχουμε να σκοτώσουμε του χρόνου, γιατί όσο παρατηρώ τους Ινδιάνους τόσο πείθομαι ότι πρέπει να τους σκοτώσουμε όλους») ή τους μοίραζαν καλαμποκάλευρο ζυμωνένο με στρυχνίνη, στην Ιαπωνία, με αφορμή την δολοφονία ενός Άγγλου, βομβαρδίσθηκε αγρίως το λιμάνι της Καγιοσίμα και σε λίγο, ο μόλις 18χρονος και φιλάσθενος Σογκούν Ιεμόχι, υποχρεώθηκε ν’ ανοίξει τα λιμάνια της Χακοντάτε (Hakodate), Σιμόντα (Shimoda) και Ναγκασάκι, στους Αμερικανούς, Άγγλους, Ρώσους, Γάλλους και Ολλανδούς, που προηγούμενως έχουν βομβαρδίσει το λιμάνι του Σιμονοσέκι (Shimonoseki), έπειτα από την πυρπόληση ενός ευρωπαϊκού πλοίου που επεχείρησε να εισέλθει στο λιμάνι.
Το 1868, έτος που ο Αμερικανός στρατηγός Κάστερ (George Armstrong Custer), κατέσφαξε έναν ολόκληρο καταυλισμό ειρηνικών Ινδιάνων Τσεγιέν, μαζί με τα άλογά τους στο Washita River, η σογκουνατική δυναστεία των Τοκουγιάβα, που τόσο γενναία αντιστάθηκε στον εκχριστιανισμό και την αφομοίωση των Ιαπώνων, τερματίσθηκε κατ’ απαίτηση των ξένων χριστιανών με υποχρέωση του τελευταίου Σογκούν Γιοσινόμπου (Yoshinobu) σε παραίτηση μετά από ήττα του στρατού του. Δεν χρειάσθηκε περισσότερο από 2 – 3 έτη για ν’ αρχίσουν οι ξένοι χριστιανοί την επίθεση σε όλο το παραδοσιακό σχήμα των Ιαπώνων. Σε συνεργασία με τους προδότες σύμβουλους του νεαρού αυτοκράτορος (Μικάδο) Μοντσουχίτο, κατάργησαν τον θεσμό των πολεμιστών Σαμουράϊ που αποτελούσαν το ένα δέκατο σχεδόν του πληθυσμού, καθώς και κάθε είδους τοπική αυτονομία (με το διάταγμα της 29ης Αυγούστου 1871) και όλα τα εδάφη των πολεμάρχων γαιοκτημόνων (daimyo) εδόθησαν στον αυτοκράτορα έναντι μίας συντάξεως ως αποζημίωση. Ήταν μία τραγική στιγμή στην Ιστορία του ιαπωνικού έθνους. Η πλειοψηφία των Σαμουράϊ καταδικάσθηκε σε πλήρη εξαθλίωση, και πολλές σύζυγοί τους άρχισαν να πωλούνται οικειοθελώς στα μπορντέλα των ξένων χριστιανών και των Ιαπώνων συνεργατών τους, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογενείας τους.
Το 1873, η Ιαπωνία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την άνευ όρων δράση των χριστιανών προσηλυτιστών και να υιοθετήσει την χρονολόγηση των χριστιανών και το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ένα έτος αργότερα ωστόσο, ο ευπατρίδης Έτο Σιμπέϊ (Eto Shimpei), υφυπουργός Παιδείας, παραιτήθηκε από την θέση του και επικεφαλής 2.000 Σαμουραϊ προσπάθησε να εξεγείρει την παραδοσιακή κοινωνία της νήσου Κυούσου (Kyushu) ενάντια στην ξενόδουλη κεντρική κυβέρνηση που οι ίδιοι είχαν αφελώς φέρει στην εξουσία. Η εξέγερση έμελλε να είναι σύντομη. Ο Έτο θα συλληφθεί, θ’ αποκεφαλισθεί και το κεφάλι του θα εκτεθεί δημοσίως προς παραδειγματισμό, ενώ το ίδιο έτος εκδόθηκε αυτοκρατορικός νόμος που απαγόρευε στους Σαμουραϊ να φέρουν όπλα και να διατηρούν την ιδιαίτερη κόμμωσή τους.
Τρία έτη αργότερα, ο ευπατρίδης Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigo), απογοητευμένος από την ξενοδουλεία της κεντρικής κυβερνήσεως και του άβουλου Αυτοκράτορος, ήδη τιμωρηθείς το έτος 1868 με εξορία για την αντίδρασή του στο σάρωμα των παραδόσεων μετά την κατάργηση του Σαγκουνάτου Τοκουγιάβα τον στρατό του οποίου ο ίδιος είχε νικήσει, παραιτήθηκε από την υψηλή κυβερνητική του θέση, και συνεχίζοντας ουσιαστικά τον αγώνα του Έτο Σιμπέϊ, συγκέντρωσε γύρω του, στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, την νήσο Κυούσου (Kyushu), όλους τους πρώην Σαμουραϊ που αρνούντο τον εξευτελισμό τού να ζουν όπως απαιτούσαν οι ξένοι επικυρίαρχοι και κήρυξε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ιδρύοντας κέντρα εκπαιδεύσεως 7.000 νέων μαχητών. Ήδη η κατοχή όπλων από τους Σαμουράϊ τιμωρείτο με φυλάκιση, το ίδιο και η διδασκαλία της πολεμικής τους τέχνης. Άλλοι 200 Σαμουράϊ συγκεντρώθηκαν στο Κουμαμότο (Kumamoto), ίδρυσαν την «Αδελφότητα Κάμι Καζέ» (Kami Kaze) και επετέθηκαν μόνον με τα παραδοσιακά τους όπλα κατά του αυτοκρατορικού στρατού, φονευθέντες μέχρις ενός.
Το έτος 1877, 40.000 επαναστάτες Σαμουράϊ υπό τον Τακαμόρι Σαϊγκό, οπλισμένοι με τα παραδοσιακά τους όπλα, αντιμετώπισαν στις 24 Σεπτεμβρίου, στην περίφημη μάχη της Σατσούμα (Satsuma), 60.000 στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού, οπλισμένους με υπερσύγχρονα όπλα και διδαχθέντες την πολεμική μέθοδο των ξένων χριστιανών. Όπως είναι φυσικό, οι Σαμουράϊ ηττήθηκαν κατά κράτος, αλλά πέθαναν τιμημένα όπως απαιτούσε ο ιδιαίτερος κώδικας τιμής, το «Μπουσίντο». Ο τραυματισμένος 45χρονος Σαϊγκό αυτοκτόνησε με τον παραδοσιακό τρόπο των πολεμιστών για να μην συλληφθεί, ενώ 25.000 πολεμιστές του είχαν ήδη πέσει στο πεδίο της μάχης και οι υπόλοιποι αιχμαλωτισθεί, εκ των οποίων οι 2.000 εκτελέσθηκαν αργότερα με την κατηγορία της... «εσχάτης προδοσίας» (...)
Βλάσης Γ. Ρασσιάς .