Απόσπασμα από το βιβλίο του Alain Benoit "Η θρησκεία της Ευρώπης", εκδόσεις "Eλέυθερη Σκέψις".
Η επικαιρότητα του παγανισμού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο παγανισμός δεν είναι μια μορφή αίρεσης, ούτε ένας «αναποδογυρισμένος χριστιανισμός» που παίρνει για λογαριασμό του διάφορες χριστιανικές «μορφές» - από το λατρευτικό σύστημα ως τα αντικείμενα λατρείας – για να επανασυστήση κάτι ισοδύναμο ή ένα αντίβαρο.
Κατά πρώτον, ο παγανισμός δεν είναι «επιστροφή στο παρελθόν». Δεν αποτελεί «επίκληση ενός παρελθόντος εναντίον άλλου παρελθόντος» και δεν θέλει να επιστρέψει σε κάποιο «χαμένο παράδεισο» και ακόμη λιγότερο σε μια «αρχέγονη αγνότητα».
Σε μια εποχή σαν την σημερινή, που όλοι δεν παύουν να αναφέρονται σε «ενρίζωση» και σε «συλλογική μνήμη», η κατηγορία για «παρελθοντολογία» αχρηστεύεται αυτομάτως άλλωστε. Κάθε άνθρωπος γεννιέται κατ’ αρχήν «κληρονόμος». Δεν υπάρχει ταυτότητα για τα άτομα ή για τους λαούς, χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη αυτό που τους παρήγαγε.
Πρέπει εξ άλλου να ξέρουμε τι σημαίνει η λέξη «παρελθόν».
Αρνούμεθα εξ αρχής τον ιουδαιοχριστιανικό προβληματισμό που καθιστά το παρελθόν ένα σημείο οριστικά ξεπερασμένο, πάνω σε μια γραμμή που οδηγεί αναγκαστικά την ανθρωπότητα στον «κήπο της Εδέμ» των μεσσιανικών καιρών. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει η έννοια της «ροπής της Ιστορίας». Για μας, το παρελθόν είναι μια διάσταση, μια προοπτική δεδομένη, μέσα σε πλήρη επικαιρότητα. Δεν υπάρχουν «παρελθόντα» γεγονότα, παρά μόνο κατά το μέτρο που εννοούνται σαν τέτοια στο παρόν.
Το «παρελθόν» λοιπόν συμμετέχει αναγκαστικά σ’ αυτό το χαρακτηριστικό της συνείδησης του ανθρώπου, το οποίον είναι η έννοια του πρόσκαιρου, που δεν είναι η «ποσότητα του χρόνου» που μπορεί να μετρηθεί και για την οποία κοινώς μιλούμε.
Το πρόσκαιρο ή η προσκαιρότητα είναι, αντίθετα, ποιοτική έννοια. Δεν είναι ούτε η «διάρκεια» που αναφέρει ο Μπέργκσον και που ανήκει στη μη ανθρώπινη φύση (της οποίας η διάρκεια είναι μετρημένη). Η προσκαιρότητα ανήκει μόνο στον άνθρωπο.
(Σ.Μ. Εδώ, η έννοια της «προσκαιρότητας» πρέπει να ερμηνευτεί σαν συνειδητοποίηση της σύνδεσης της ανθρώπινης ψυχής, πέρα από τον «παρόντα χρόνο», σε μια νέα «υπερδιάσταση», που περιλαμβάνει το παρελθόν ολόκληρο, την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά του και χρησιμοποιείται από την ανθρώπινη ψυχή του παρόντος σαν δίδαγμα για το παρών και αμόνι σφυρηλατήσεως του μέλλοντος, σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα της ειδικής ύπαρξής του, συλλογικά....)
Η ιστορικότητα του ανθρώπου οφείλεται στο γεγονός ότι, γι αυτόν, «παρελθόν», «παρόν» και «μέλλον» είναι δεμένα σε πλήρη επικαιρότητα. Με τέτοια οπτική η κατηγορία της «παρελθοντολογίας» - τυπικά ιουδαιοχριστιανικής άλλωστε – δεν έχει καμία απολύτως έννοια.
Πράγματι, δεν μπορεί να υπάρχει «παρελθοντολογία» παρά μόνο δε μια οπτική ιστορικής μονογραμμικότητας, σε μια έννοια της Ιστορίας όπου ακριβώς ότι είναι «παρελθόν» δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει.
Αλλά εμείς πιστεύουμε στην Αιώνια Επιστροφή. Το 1797, ο Χόλντερλιν γράφει στον Χέγκελ: «Δεν υπάρχει εξαφάνιση, η νεότητα του κόσμου πρέπει να αναγεννηθεί από την δική μας αποσύνθεση». Λέει ακόμη: «αν το Θείον υπήρξε, τότε θα επιστρέψει γιατί είναι αιώνιο». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για «επιστροφή» στο παρελθόν, αλλά για σύνδεση μ’ αυτό και, επίσης, εξ αυτού και μόνο, μέσα στη σφαιρική αντίληψή μας για την Ιστορία, για «σύνδεση με το αιώνιο», για απελευθέρωση από την τυραννία του «Λόγου», από την τερατώδη τυραννία του Δεκαλόγου για να επανέλθουμε στην εποχή του Μύθου και της Ζωής.
Οι θρησκείες της αρχαίας Ευρώπης, όχι μόνο δεν υπολείπονται κατά τίποτα του μονοθεϊσμού ως προς τον πλούτο και την συνθετικότητα του πνεύματος και της θεολογίας τους, αλλά συχνά υπερέχουν. Αλλά, έτσι κι αλλιώς αυτό δεν είναι το σπουδαιότερο. Το σπουδαιότερο είναι ότι μας μιλούν.
Και σε ότι αφορά εμένα προσωπικά, διδάσκομαι πολύ περισσότερα από την συμβολική αντίθεση του Ιανού, από την ηθική της Ορεστείας, παρά από τις περιπέτειες του Ιωσήφ και των αδελφών του, ή από την ιστορία του αποτυχόντος φόνου του Ισαάκ. Πέρα λοιπόν από τους ίδιους τους μύθους, πρέπει να αναζητήσει κανείς μια ορισμένη αντίληψη της θεότητας ή του ιερού, ένα ορισμένο σύστημα ερμηνείας του κόσμου (Κοσμοθεώρηση), μια ορισμένη φιλοσοφία.
Η ίδια η εποχή μας, ολόκληρη, είναι βαθιά ιουδαιοχριστιανική, ακόμη κι αν οι εκκλησίες και οι συναγωγές αδειάζουν. Είναι ιουδαιοχριστιανική με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την Ιστορία, με τις βασικές αξίες στις οποίες αναφέρεται. Αντίθετα δεν χρειάζεται να «πιστεύει» κανείς στον Δία ή στον Βοτάν (πράγμα που δεν είναι άλλωστε πιο γελοίο από το να πιστεύει στον Γιαχβέ!) για να είναι παγανιστής.
Σήμερα ο παγανισμός δεν είναι να υψώνει κανείς βωμούς στον Απόλλωνα ή να επαναφέρει την λατρεία του Όντιν. Προϋποθέτει όμως να αναζητήσει, πίσω από την θρησκεία, το «όργανο σκέψης» του οποίου η θρησκεία είναι προϊόν, την μορφή της αντίληψης του κόσμου που ερμηνεύει, τον εσωτερικό κόσμο στον οποίο ανάγει. Με δύο λόγια, προϋποθέτει την θεώρηση των Θεών ως «κέντρων αξιών» (Χ. Ρίτσαρντ Νίμπουρ) και τις δοξασίες που αναφέρονται σε αυτούς ως συστημάτων.
Δηλαδή, ο παγανισμός, μακριά από το να χαρακτηρίζεται από άρνηση της πνευματικότητας ή από απόρριψη του ιερού, βρίσκεται αντίθετα στην επιλογή (και στην ανάκτηση) μιας άλλης πνευματικότητας, μιας άλλης μορφής ιερότητας. Μακριά από το να συγχέεται με τον αθεϊσμό ή τον αγνωστικισμό, θέτει μια θεμελιωδώς θρησκευτική σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του σύμπάντος, μια σχέση πνευματικότητας πολύ πιο εντατική, βαθύτερα σοβαρή, πιο ισχυρή απ’ εκείνη στην οποία αναφέρεται ο ιουδαιοχριστιανικός μονοθεϊσμός. Μακριά από το να αποθεοποιεί τον κόσμο, τον θεοποιεί κυριολεκτικά, τον θεωρεί ιερό.
Πρέπει άλλωστε να σημειωθεί, ότι στην προχριστιανική αρχαιότητα, η λέξη «αθεΐα» δεν έχει καμιά απολύτως έννοια. Οι δίκες για «απιστία» ή «ασέβεια» καλύπτουν συνήθως και γενικώς τελείως άλλα πράγματα. Στην αρχαία Ευρώπη η ιερότητα δεν θεωρείται σαν το αντίθετο της βεβηλώσεως, αλλά σαν κάτι που την συμπεριλαμβάνει, για να της δώσει μια έννοια. Δεν χρειάζεται μια εκκλησία για να κάνει την μεσολάβηση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Είναι ολόκληρη η «Πόλις» που κάνει την μεσολάβηση αυτή και τα θρησκευτικά ιδρύματα δεν είναι παρά μια όψη του θέματος. Αλλά δεν είναι θεοκρατία, γιατί από την μία πλευρά το λειτούργημα της πολιτικής κυριαρχίας κρατεί την αυτονομία του και από την άλλη, δεν είναι η «πόλις των ανθρώπων» αυτή που κυβερνάται σύμφωνα με τις αρχές που υποτίθεται ότι κυβερνούν την «πόλη των Θεών», αλλά είναι ο κόσμος των Θεών αυτός που αποτελεί την ιδεατή προ– έκταση του κόσμου των ανθρώπων.
Η ιερότητα είναι ο ανεπιφύλακτος σεβασμός των πραγμάτων. Αλλά ο μονοθεϊσμός θέτει αυτή την μορφή σεβασμού (προς κάθε πράγμα εκτός του Γιαχβέ) εκτός Νόμου, δηλαδή του Δεκαλόγου. Σύμφωνα με τον Χάϊντεγκερ, η ιερότητα (αγιότητα) είναι διαφορετική από την κλασσική μεταφυσική ιδέα του Θεού. Και για να πάρουμε τη γνωστή αντινομία του Λεβινάς, θα πούμε ότι η ιερότητα αναφέρεται σ’ αυτόν τον κόσμο, σε αντίθεση με την αγιότητα, που συνδέεται με την «απόλυτη υπεροχή του Υπερτάτου Άλλου», δηλαδή του Θεού. Ο παγανισμός δηλαδή ιεροποιεί και συνεπώς εξαίρει τον κόσμο αυτό, εκεί που ο ιουδαιοχριστιανικός μονοθεϊσμός αγιοποιεί και συνεπώς αποκόπτει από τον κόσμο αυτό. Άρα, είναι ο παγανισμός αυτός που στηρίζεται στην ιδέα της πραγματικής ιερότητας.
Όταν επρόκειτο να διευκρινιστούν οι ειδικές αξίες του παγανισμού, αναφέρθηκαν συνήθως χαρακτηριστικά όπως: μια κατ’ εξοχήν αριστοκρατική αντίληψη της ανθρώπινης προσωπικότητας, μια ηθική συμπεριφορά θεμελιωμένη στην έννοια της τιμής, μια ηρωική αντιμετώπιση των προκλήσεων της ύπαρξης, η έξαρση και η ιεροποίηση του κόσμου, του κάλλους, του σώματος, της δύναμης και της υγείας, η άρνηση των «άλλων κόσμων», το αδιαίρετο της αισθητικής και την ηθικής κ.ο.κ.
Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά κατά κάποιο τρόπο δευτερεύοντα. Το βασικό χαρακτηριστικό του παγανισμού, για μας, είναι η άρνηση του δυαδισμού.
Επεκτείνοντας αυτά που είπε ο Μάρτιν Μπούμπερ για τον ιουδαϊσμό, θεωρούμε πράγματι ότι ο ιουδαιοχριστιανισμός χαρακτηρίζεται λιγώτερο από την πίστη σ’ ένα μοναδικό θεό και περισσότερο από τη φύση των σχέσεων που «προτείνει» μεταξύ ανθρώπου και του θεού. Είναι άλλωστε πολύς καιρός που κανείς πια δεν ανάγει την διαμάχη μεταξύ μονοθεϊσμού και παγανισμού στον αριθμό των Θεών. Ο Πωλ Τίλλιχ γράφει: « ο πολυθεϊσμός είναι μια ποιοτική και όχι ποσοτική αντίληψη».
Ο Σπένγκλερ απέδειξε ότι ο μονοθεϊσμός είναι προϊόν μιας ειδικής ψυχοσύνθεσης, που απότο 300 π.χ.χ. κατέληξε στην χαρακτηριστική αντίληψη της ύπαρξης ενός σύμπαντος που συνοδεύεται από έναν «άλλο κόσμο» - τον κόσμος της θεϊκότητας - ο οποίος κυβερνάται κι αυτός από τον ανταγωνισμό του καλού και του κακού, στον οποίο αντιστοιχεί, στο συμβολικό επίπεδο, ο ανταγωνισμός μεταξύ φωτός και σκότους.
Κατά την αντίληψη αυτή, ο κόσμος είναι ένας θόλος ή μια σπηλιά, ένα θέατρο όπου γίνονται γεγονότα, των οποίων η έννοια και το έπαθλο βρίσκονται «αλλού», δηλαδή στον «άλλο κόσμο». Η συνείδηση του ανθρώπου – με την αντίληψη αυτή – δεν είναι συνείδηση με αυτόνομη δράση. Είναι απλώς μια σκηνή, όπου αντιμάχονται οι σκοτεινές δυνάμεις του κακού με τις φωτεινές δυνάμεις του καλού.
Και αναγκαστικά, είναι αλληλένδετη με μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας, της οποίας το σημείο εκκίνησης είναι η δημιουργία και το σημείο άφιξης το «τέλος των καιρών» του μεσσιανισμού. Ολόκληρη η ιουδαιοχριστιανική θεολογία στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ του «δημιουργημένου όντος» (του κόσμου) και του «αδημιούργητου όντος» (του θεού). Δηλαδή, ο κόσμος δεν είναι το Απόλυτο. Η πηγή γνώσης διακρίνεται ριζικά από την φύση. Δεν βρίσκεται σ’ αυτήν. Ο Κόσμος δεν είναι το «σώμα» του θεού. Δεν είναι αιώνιος, ούτε αδημιούργητος, ούτε οντολογικά αυτάρκης. Δεν απορρέει απ’ ευθείας από την θεϊκή ουσία, ούτε είναι τρόπος έκφρασής της. Είναι ριζικά «άλλος» από το Απόλυτο.
Μόνο ένα απόλυτο υπάρχει, σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική θεολογία:
είναι ο θεός και αυτός είναι αδημιούργητος, χωρίς γέννηση, χωρίς εξέλιξη και οντολογικά αυτάρκης.
Αντίθετα, στις πηγές της παγανιστικής σκέψης βρίσκει κανείς την ιδέα ότι το Σύμπαν είμαι έμψυχο και ότι η ψυχή του Κόσμου είναι θεϊκή. Η πηγή της Γνώσης προέρχεται από τη Φύση και τον ίδιο τον Κόσμο. Αν υπήρξε «δημιουργία» δεν ήταν παρά η αρχή ενός κύκλου. Το Σύμπαν είναι το μόνο όν και δεν υπάρχει άλλο. Ο Κόσμος δεν δημιουργήθηκε και δεν υπήρξε ποτέ αρχή του. Είναι αιώνιο και άφθαρτο.
Ο Θεός δεν ολοκληρώνεται, δεν πραγματώνεται , παρά «δια» του Κόσμου και «εντός» του Κόσμου. Δηλαδή η θεολογία είναι και η Κοσμογονία. Ο Κόσμος αντιπροσωπεύει την εξάπλωση του Θεού μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Το «δημιούργημα» είναι ομοούσιον του «δημιουργού». Η Ψυχή είναι μέρος της θεϊκής ουσίας. Η ουσία του Θεού είναι ίδια με την ουσία του Κόσμου.
Οι ιδέες αυτές αναπτύσσονται συνεχώς στην πρώτη ελληνική φιλοσοφία. Τις βρίσκει κανείς ακόμα, σαν απόηχο, στον Αριστοτέλη, στον Πλάτωνα και ύστερα στους Στωϊκούς. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (6ος αι. π.χ.χ.) καθορίζει τον Θεό σαν την Ψυχή του Κόσμου. Ο Ηράκλειτος γράφει: «ο κόσμος αυτός δεν δημιουργήθηκε από κανέναν θεό και από κανέναν άνθρωπο. Υπήρξε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, φωτιά αιώνια ζωντανή, ανάβοντας και σβύνοντας με μέτρο». Για τον Παρμενίδη, που βλέπει τον Κόσμο σαν ένα ον ακίνητο και τέλειο, το Σϋμπαν είναι ασύλληπτο, άφθαρτο και αδημιούργητο. Την ίδια γνώμη βρίσκουμε και στον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα, τον Αναξίμανδρο, τον Μέλισσο κ.ο.κ.
Απ’ όλα αυτά, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο τον ιουδαιοχριστιανικό μονοθεϊσμό δεν είναι μόνο η πίστη σ’ ένα μοναδικό θεό, αλλά επίσης και ιδίως η προσχώρηση σε μια δυαδική αντίληψη του κόσμου. Πράγματι, το παράδειγμα της ελληνικής φιλοσοφίας αποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξει ένας μη δυαδικός «μονοθεϊσμός», που ταυτίζει το Απόλυτο Ον και το Σύμπαν και ο οποίος, όπως θα δούμε, δεν είναι θεμελιωδώς ανταγωνιστικός του Πολυθεϊσμού, γιατί οι διάφοροι Θεοί μπορούν ν΄ αντιστοιχούν με τις διάφορες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το Θείον.
Λέμε ακόμη, κατά συνέπεια, ότι αυτό που συνδέει αδιαίρετα τον ιουδαιοχριστιανικό μονοθεϊσμό με την ανεπιείκεια και την μισαλλοδοξία, δεν είναι το ότι ο Γιαχβέ είναι μοναδικός θεός, αλλά ότι ο μοναδικός αυτός θεός θεωρείται διάφορος του Κόσμου, ανώτερός του και εξ αυτού, είτε το θέλουμε είτε όχι, αντίθετος μ’ αυτόν.
Αντίθετα, στη περίπτωση ενός μη δυαδικού «μονοθεϊσμού», η διακήρυξη της μοναδικότητας του Θεού δεν είναι παρά ένας τρόπος διακήρυξης και ιεροποίησης της μοναδικότητας του Κόσμου.
Ένας τέτοιος Θεός, όπως και η Θεϊκότητα που ενσαρκώνουν με διάφορους τρόπους οι Θεοί του παγανισμού, είναι ανεκτικός, γιατί αποτελείται από όλες τις διαφοροποιήσεις του Κόσμου. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αντιπροσωπεύει την μοναδική διαφοροποίηση ενός όντος, που δεν εξαιρεί καμία «άλλη μορφή», καμία διαφορά, γιατί τις περιλαμβάνει και τις συνδιαλλάσσει όλες.
Sunday, September 24, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment